- μύρκος
- μύρκοςdumbmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύρκος — μύρκος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Συρακοσίους) «ὁ καθόλου μὴ δυνάμενος λαλεῑν, ἐνεός, ἄφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο από τη Λατινική, πρβλ. λατ. murcus «ακρωτηριασμένος, χαλαρός», από όπου στη συνέχεια εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν… … Dictionary of Greek
μυκός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mū , ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με κλειστά τα χείλη (πρβλ. μῦ, μύω) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mūka «άφωνος» και mukka «στόμα». Ο… … Dictionary of Greek
μυρικάς — μυρικᾱς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρκος* «άφωνος», τ. σχηματισμένος κατ επίδραση τού μυρίκη «είδος θάμνου»] … Dictionary of Greek
mer-5, merǝ- — mer 5, merǝ English meaning: to rub, wipe; to pack, rob Deutsche Übersetzung: “aufreiben, reiben” and “packen, rauben” Material: O.Ind. mr̥ṇüti, mr̥ṇati “raubt”, ü marī tár “Rauber”, ámr̥ṇat “raubte”, malí mlu “Rauber; but… … Proto-Indo-European etymological dictionary